„Lenkwaffe“: Femininum, weiblich LenkwaffeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καθοδηγούμενο βλήμα καθοδηγούμενο βλήμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Lenkwaffe Lenkwaffe