Leibeigene
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- δουλοπάροικοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mLeibeigene(r) Geschichte | ιστορίαHISTLeibeigene(r) Geschichte | ιστορίαHIST