„Legebatterie“: Femininum, weiblich LegebatterieFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βιομηχανοποιημένο ορνιθοτροφείο βιομηχανοποιημένοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ορνιθοτροφείο Legebatterie Legebatterie