Leerlauf
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- νεκρή ταχύτηταFemininum, weiblich | θηλυκό fLeerlauf Auto | αυτοκίνητοAUTOLeerlauf Auto | αυτοκίνητοAUTO
- ανεκμετάλλευτος χρόνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mLeerlauf in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigLeerlauf in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig