„Leergut“: Neutrum, sächlich LeergutNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επαναχρησιμοποιούμενη κενή συσκευασία επαναχρησιμοποιούμενη κενή συσκευασία Leergut Leergut