„Leasingvertrag“: Maskulinum, männlich LeasingvertragMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συμβόλαιο χρονομίσθωσης συμβόλαιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n χρονομίσθωσης Leasingvertrag Leasingvertrag