„Leasing“: Neutrum, sächlich LeasingNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λίζινγκ, χρηματοδοτική μίσθωση λίζινγκNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Leasing χρηματοδοτική μίσθωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Leasing Leasing