„Landwein“: Maskulinum, männlich LandweinMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χωριάτικο ντόπιο κρασί χωριάτικοoder | ή od ντόπιο κρασίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Landwein Landwein