Landfriedensbruch
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- διατάραξηFemininum, weiblich | θηλυκό f της κοινής ειρήνηςLandfriedensbruch Rechtswesen | νομικός όροςJURLandfriedensbruch Rechtswesen | νομικός όροςJUR