Landesrätin
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österrOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ανώτατη αξιωματούχοςFemininum, weiblich | θηλυκό f διοικητικής επαρχίαςLandesrätinLandesrätin