„Landesinnere“: Neutrum, sächlich LandesinnereNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εσωτερικό της χώρας, ενδοχώρα εσωτερικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n της χώρας Landesinnere Landesinnere ενδοχώραFemininum, weiblich | θηλυκό f Landesinnere Landesinnere