„Laichzeit“: Femininum, weiblich LaichzeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περίοδος αναπαραγωγής ψαριών περίοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f αναπαραγωγής ψαριών Laichzeit Laichzeit