„Ladendiebstahl“: Maskulinum, männlich LadendiebstahlMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κλοπή από κατάστημα κλοπήFemininum, weiblich | θηλυκό f από κατάστημα Ladendiebstahl Ladendiebstahl