„Kursleiter“: Maskulinum, männlich KursleiterMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υπεύθυνος διδασκαλίας μαθήματος υπεύθυνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m διδασκαλίας μαθήματος Kursleiter Kursleiter