„Kunstspringen“: Neutrum, sächlich KunstspringenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αγωνιστικές καταδύσεις αγωνιστικές καταδύσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Kunstspringen Kunstspringen