„Kukuruz“: Maskulinum, männlich KukuruzMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(es)> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καλαμπόκι καλαμπόκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kukuruz Kukuruz