„Kürzel“: Neutrum, sächlich KürzelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σύμβολο στενογραφίας σύμβολοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στενογραφίας Kürzel Kürzel