„Krisenmanagement“: Neutrum, sächlich KrisenmanagementNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαχείριση κρίσης διαχείρισηFemininum, weiblich | θηλυκό f κρίσης Krisenmanagement Krisenmanagement