Kriminalpolizei
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υποδιεύθυνσηFemininum, weiblich | θηλυκό f δίωξης εγκλημάτων κατά ζωής και ιδιοκτησίαςKriminalpolizeiKriminalpolizei