„Kriegführung“: Femininum, weiblich KriegführungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διεξαγωγή του πολέμου διεξαγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό f του πολέμου Kriegführung Kriegführung