„kraulen“: intransitives Verb kraulenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κολυμπώ κρόουλ κολυμπώ κρόουλ kraulen schwimmen kraulen schwimmen
„kraulen“: transitives Verb kraulentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του examples sie kraulte ihm das Haar πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του sie kraulte ihm das Haar