„Krankengeschichte“: Femininum, weiblich KrankengeschichteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ιατρικό ιστορικό ιατρικό ιστορικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Krankengeschichte Krankengeschichte