Krähenfüße
Plural | πληθυντικός plOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ρυτίδεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl στο περίγραμμα των ματιώνKrähenfüße an den AugenKrähenfüße an den Augen
- ορνιθοσκαλίσματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplKrähenfüße SchriftkrakelKrähenfüße Schriftkrakel