kopflos
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ακέφαλοςkopfloskopflos
- ζαλισμένοςkopflos in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigkopflos in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig