„Kontoführungsgebühren“: Femininum, weiblich KontoführungsgebührenFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χρεώσεις διατήρησης τραπεζικού λογαριασμού χρεώσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl διατήρησης τραπεζικού λογαριασμού Kontoführungsgebühren Kontoführungsgebühren