„Kochsalz“: Neutrum, sächlich KochsalzNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μαγειρικό αλάτι μαγειρικό αλάτιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kochsalz Kochsalz