„Knödel“: Maskulinum, männlich KnödelMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) είδος κεφτέ από πατάτα ή ψωμί Knödel Knödel