„Kniegelenk“: Neutrum, sächlich KniegelenkNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άρθρωση του γόνατος άρθρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του γόνατος Kniegelenk Kniegelenk