„Klonverbot“: Neutrum, sächlich KlonverbotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απαγόρευση κλωνοποίησης απαγόρευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f κλωνοποίησης Klonverbot Klonverbot