„Klobürste“: Femininum, weiblich KlobürsteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βούρτσα καθαρισμού τουαλέτας βούρτσαFemininum, weiblich | θηλυκό f καθαρισμού τουαλέτας Klobürste Klobürste