„Klimaerwärmung“: Femininum, weiblich KlimaerwärmungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θέρμανση του κλίματος θέρμανσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του κλίματος Klimaerwärmung Klimaerwärmung