„Kinn“: Neutrum, sächlich KinnNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πιγούνι, σαγόνι πιγούνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kinn σαγόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Kinn Kinn