„Kernspaltung“: Femininum, weiblich KernspaltungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διάσπαση του πυρήνα διάσπασηFemininum, weiblich | θηλυκό f του πυρήνα Kernspaltung Kernspaltung