„Kehrmaschine“: Femininum, weiblich KehrmaschineFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) όχημα καθαρισμού δρόμων όχημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n καθαρισμού δρόμων Kehrmaschine Kehrmaschine