Keeper
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr schweizerische Variante | ελβετική παραλλαγήschweiz Sport | αθλητισμόςSPORT, KeeperinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr schweizerische Variante | ελβετική παραλλαγήschweiz Sport | αθλητισμόςSPORTOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τερματοφύλακαςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fKeeperKeeper