„Kartellamt“: Neutrum, sächlich KartellamtNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιτροπή ανταγωνισμού επιτροπήFemininum, weiblich | θηλυκό f ανταγωνισμού Kartellamt Kartellamt