„Jagdhütte“: Femininum, weiblich JagdhütteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κυνηγετικό περίπτερο κυνηγετικό περίπτεροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Jagdhütte Jagdhütte