„Isolationshaft“: Femininum, weiblich IsolationshaftFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κράτηση στην απομόνωση κράτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f στην απομόνωση Isolationshaft Isolationshaft