„Invalide“: Maskulinum und Femininum InvalideMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανάπηρος, ανάπηρη ανάπηροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Invalide ανάπηρηFemininum, weiblich | θηλυκό f Invalide Invalide