„Intention“: Femininum, weiblich IntentionFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόθεση, σκοπός πρόθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Intention σκοπόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Intention Intention