„infizieren“: transitives Verb infizierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μολύνω, μολύνω με ιό μολύνω infizieren Medizin | ιατρικήMED infizieren Medizin | ιατρικήMED μολύνω με ιό infizieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT infizieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT