inbegriffen
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- συμπεριλαμβανόμενοςinbegriffeninbegriffen
- συμπεριλαμβανομένου/-ων (+Genitiv | +γενική+gen)inbegriffeninbegriffen
examples
- inbegriffen seinσυμπεριλαμβάνομαι (in+Dativ | +δοτική +dat σε)