importieren
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εισάγωimportieren einführen,auch | και, επίσης a. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTimportieren einführen,auch | και, επίσης a. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT