Imponiergehabe
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- επίδειξηFemininum, weiblich | θηλυκό f ισχύοςImponiergehabe Zoologie | ζωολογίαZOOLImponiergehabe Zoologie | ζωολογίαZOOL
- αλαζονείαFemininum, weiblich | θηλυκό fImponiergehabe in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejImponiergehabe in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej