„Impfschein“: Maskulinum, männlich ImpfscheinMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πιστοποιητικό εμβολιασμού πιστοποιητικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εμβολιασμού Impfschein Impfschein