„Hype“: Maskulinum, männlich HypeMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εντυπωσιακή διαφήμιση, παραπλανητικό τέχνασμα εντυπωσιακή διαφήμισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Hype spektakuläre Werbung Hype spektakuläre Werbung παραπλανητικό τέχνασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Hype Täuschung Hype Täuschung