„Hupverbot“: Neutrum, sächlich HupverbotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απαγόρευση κορναρίσματος απαγόρευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f κορναρίσματος Hupverbot Hupverbot