„Hüftgelenk“: Neutrum, sächlich HüftgelenkNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άρθρωση του ισχίου άρθρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του ισχίου Hüftgelenk Hüftgelenk