hudeln
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/iSüddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österrOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- δουλεύω τσαπατσούλικαhudelnhudeln