„Hornhaut“: Femininum, weiblich HornhautFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κερατοειδής χιτώνας κερατοειδής χιτώναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Hornhaut Auge Hornhaut Auge